Τάσος Κωστόπουλος – Η απεργία και η βία (άρθρο στην “Ελευθεροτυπία” 2011-05-15)
Ο Τάσος Κωστόπουλος, εκ των φορέων του ‘Ιού‘, σε ένα άρθρο του από την ‘Ελευθεροτυπία’ της Κυριακής 15 Μαΐου 2011 με τίτλο ‘Η απεργία και η βία‘.
ΤΑ «ΣΠΑΣΙΜΑΤΑ» ΕΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η απεργία και η βία
Εχει γίνει πια του συρμού η φιλολογία περί της «πρωτοφανούς» (και, φυσικά, «απαράδεκτης») βίας που συνοδεύει τις γενικές απεργίες και τα συλλαλητήρια των τελευταίων χρόνων.

Οι αγώνες του εργατικού κινήματος δεν υπήρξαν πάντοτε «μη βίαιοι». Στιγμιότυπο από την ιστορική απεργιακή συγκέντρωση της 4ης Μαΐου 1886 -αυτή που γιορτάζουμε κάθε Πρωτομαγιά- με ανταλλαγή πυρών μεταξύ απεργών και αστυνομίας.
Κάποιοι καλοθελητές σπεύδουν να χρεώσουν το φαινόμενο στην «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», που υποτίθεται ότι εξακολουθεί να διέπει την ελληνική κοινωνία δύο δεκαετίες μετά την εγκατάλειψη των βασικών μεταπολιτευτικών προταγμάτων (περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη) από τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν το 85% του εκλογικού σώματος.
Κάποιοι άλλοι μιλούν για εντελώς νέο φαινόμενο, προϊόν των σύγχρονων μητροπολιτικών κοινωνιών και της παρακμής του πολιτικού μας συστήματος, ολωσδιόλου ξένο προς την «εγγενώς ειρηνική» φύση των μαζικών λαϊκών κινημάτων της νεοελληνικής ιστορίας.
Και οι δύο προσεγγίσεις ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Μια μικρή περιδιάβαση στην ιστορία του τόπου αποδεικνύει πως η βία, ακόμη και κάποιες τυφλές εκδοχές της, ήταν πάντα ένα (παράπλευρο έστω) συστατικό στοιχείο των εγχώριων δυναμικών λαϊκών κινητοποιήσεων -είτε πρόκειται για τις επιθέσεις των αγροτών του Κιλελέρ στα τρένα που διέσχιζαν τον θεσσαλικό κάμπο, είτε για τη χρήση πιστολιών στην απεργία των τσιγαράδων του 1906, είτε για τον πετροπόλεμο και τα «νεράντζια με ξυραφάκια» στις διαδηλώσεις του 1954-56 για το Κυπριακό.
Από μια άποψη, η Μεταπολίτευση υπήρξε μάλιστα περίοδος εξαιρετικά περιορισμένης βίας στις διαδηλώσεις. Εποχή σχετικής υλικής ευδαιμονίας, διευρυνόμενου εκδημοκρατισμού και μεγάλων ελπίδων, κάθε άλλο παρά προσφερόταν για επιδείξεις απελπισμένης αγριότητας ή αυτοκτονικής αυτοθυσίας: οι άνθρωποι κατέβαιναν στους δρόμους όχι για να πεθάνουν ή να εκδικηθούν, αλλά με τη βεβαιότητα ότι μπορούν να κερδίσουν ένα καλύτερο αύριο. Τα τυφλά ξεσπάσματα πυκνώνουν, αντίθετα, σε περιόδους που οι «από κάτω» αισθάνονται πως έχουν σταθεί στον τοίχο και το μέλλον τους προδιαγράφεται έτσι κι αλλιώς ζοφερό.
Ενα τέτοιο βίαιο, ξεχασμένο αλλά νικηφόρο περιστατικό θα θυμίσουμε σήμερα. Πρόκειται για την καπνεργατική απεργία του 1896 στην (οθωμανική ακόμη) Καβάλα, όπως την κατέγραψε σε στίχους ο απεργός Ανδρίκος Βέττας. Δημοσιεύθηκε στην ποιητική του συλλογή «Σένα τα λέγω, πεθερά, για να τ’ ακούει η νύφη» (Κωνσταντινούπολη 1899), που επανεκδόθηκε το 2001 από το Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας.
Η αφήγηση ξεκινάει με την ξαφνική απόφαση των εργοδοτών να μετακυλίσουν στους καπνεργάτες το κόστος της (τότε) οικονομικής κρίσης με περικοπές στα μεροκάματά τους:
«Σαράντα χρόνια στα καπνά ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
στον νου μου δεν το έβαζα πως θά ‘βρω τον μπελιά μου.
Μα τώρα στα γεράματα στα τωρινά μας χρόνια
Αρχίσαν να γλυκολαλούν της πτώχειας τα αηδόνια.
Τον αλλαφράγκα Αύγουστον, στην πρώτη του ημέρα,
Είπον, τα μερομίσθια μας τάχουνε σπασμένα.
Δεν φτάνουν τόσα βάσανα οι μαύροι που τραβούμε,
μας δείχνουν το μονόπετρο, να πάμε να πνιγούμε»
Η αντίδραση δεν άργησε να ‘ρθει, με τα μόνα όπλα που έχουν στα χέρια τους οι μισθωτοί -την απεργία και τη διαδήλωση: (περισσότερα…)